- μισόδημος
- μισόδημος, -ον (Α)αυτός που μισεί, που απεχθάνεται τον δήμο, τον λαό ή το δημοκρατικό πολίτευμα ή την ενασχόληση με τα κοινά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + -δημος (< δῆμος), πρβλ. φιλό-δημος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισόδημος — μῑσόδημος , μισόδημος hating the commons masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισόδημον — μῑσόδημον , μισόδημος hating the commons masc/fem acc sg μῑσόδημον , μισόδημος hating the commons neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
μισοδημία — μισοδημία, ἡ (Α) [μισόδημος] το μίσος προς τον δήμο, η εχθρότητα κατά τής δημοκρατίας … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
μισοδημοτάτοις — μῑσοδημοτάτοις , μισόδημος hating the commons masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοδημότατε — μῑσοδημότατε , μισόδημος hating the commons masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοδημότατος — μῑσοδημότατος , μισόδημος hating the commons masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοδήμου — μῑσοδήμου , μισόδημος hating the commons masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοδήμους — μῑσοδήμους , μισόδημος hating the commons masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)